- πλακάτο
- το, Νάκλ. [πλάκα](τυπογρ.) (για χρώμα) αυτό που εκτυπώνεται ενιαίο χωρίς τόνους ή αυξομειώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek